φρύδι

φρύδι
το
1. το μέρος του μετώπου που εξέχει σαν τόξο πάνω από κάθε οφθαλμική κόχη και το τριχωτό δέρμα που υπάρχει σ' αυτό.
2. το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν σ' αυτή την περιοχή: Έχει τριχοφάγο και του 'πεσαν τα φρύδια.
3. μτφ., το χείλος τάφρου, κρατήρα, γκρεμού, απότομου βράχου κτλ.
4. η γραμμή που συνδέει τις κορυφές ορεινού συγκροτήματος, η κορυφογραμμή.
5. η χαρακτηριστική γραμμή υψώματος, που διαχωρίζει την ανώτερη επιφάνειά του (κορυφή ή πλάκα) από τη μέση (τον κορμό).
6. στη στρατιωτική ορολογία η νοητή γραμμή στις πλαγιές, από όπου ο παρατηρητής έχει στη θέα του όλο το μπροστά έδαφος ως τις υπώρειες.
7. (ναυτ.), η γραμμή όπου τελειώνει προς τα πάνω η χαίτη κάθε κύματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρύδι — το, ΝΜ η οφρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύδιον, υποκορ. τού ὀφρύς* με σίγηση τού αρκτικού ο (πρβλ. μάτι < ὀμμάτιον)] …   Dictionary of Greek

  • καμαροφρύδι — και καμαρόφρυδο, το λεπτό και καμαρωτό, τοξοειδές φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + φρύδι] …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανοφρύδι — και γαϊτανόφρυδο, το φρύδι κανονικό και λεπτό σαν γαϊτάνι …   Dictionary of Greek

  • δάσοφρυς — ( υος), υ (Α) αυτός που έχει δασιά ή πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + οφρύς «φρύδι»] …   Dictionary of Greek

  • εύοφρυς — εὔοφρυς, υ (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφρύς «φρύδι»] …   Dictionary of Greek

  • κάτοφρυς — κάτοφρυς, όφρυος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κατεβασμένα τα φρύδια, συνοφρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. έν οφρυς, σύν οφρυς] …   Dictionary of Greek

  • λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”